ὡριαία

ὡριαία
ὡριαίᾱ , ὡριαῖος
an hour long
fem nom/voc/acc dual
ὡριαίᾱ , ὡριαῖος
an hour long
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωριαία γωνία — (Αστρον.). H μία από τις δύο ισημερινές συντεταγμένες ενός ουρανίου σώματος. Η άλλη είναι η απόκλιση ή πολική απόσταση. Οι συντεταγμένες αυτές λέγονται κανονικές ωριαίες. Η ω.γ. υπολογίζεται επάνω στον ισημερινό, κατά την ανάδρομη φορά, από 00… …   Dictionary of Greek

  • ωριαία σήματα — Σήματα για τη μετάδοση της ακριβούς ώρας, ιδιαίτερα στους ναυτικούς και τους γεωδαίτες καθώς και στα επιστημονικά κέντρα και γενικά σε αυτούς που έχουν ανάγκη του ακριβούς χρόνου. Εκπέμπονται κάθε μία ώρα ή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και της… …   Dictionary of Greek

  • ὡριαίας — ὡριαίᾱς , ὡριαῖος an hour long fem acc pl ὡριαίᾱς , ὡριαῖος an hour long fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριαίαν — ὡριαίᾱν , ὡριαῖος an hour long fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος — α, ο / ὡριαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῑα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις») 2. φρ. α) «ωριαία γωνία» αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί μία ώρα: Πολύ λίγο πληρώνεται η ωριαία διδασκαλία στη σχολή αυτή. 2. αυτός που γίνεται κάθε ώρα. 3. φρ., «ωριαία γωνία», η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου και τον κύκλο που περνά από το σχετικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”